- συμπυνθάνομαι
- Α [πυνθάνομαι]1. ζητώ μαζί με άλλον πληροφορίες για κάτι2. πληροφορούμαι κι εγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπυθέσθαι — συμπυνθάνομαι inquire about with aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπυνθανόμην — συμπυνθάνομαι inquire about with imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)